ιππότης

ιππότης
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους ηγεμόνες της δεύτερης εισβολής των Ηρακλειδών, γιος του Φίλαντα και δισέγγονος του Ηρακλή. Σκότωσε στη Ναύπακτο τη μάντισσα Κάρνο και με υπόδειξη του Απόλλωνα καταδικάστηκε σε εξορία. Τον θεωρούσαν ιδρυτή της μικρασιατικής πόλης Kνίδου. 2. Γιος του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα. Κάλεσε τη Μήδεια σε απολογία και τελικά την άφησε ελεύθερη. 3. Ήρωας της Τροίας. Θεωρείται πατέρας ή παππούς του Αιόλου, γιος του Δία ή του Ποσειδώνα. 4. Γιος του Κόδρου, αδελφός του Κνωπού, βασιλιά των Ερυθρών. Σκότωσε τους φονιάδες του Κνωπού, τυράννους Ορτύγη, Έσχαρο και Ίρο, και με τη βοήθεια των πολιτών κατέλυσε την τυραννία τους.
* * *
(I)
ο (ΑΜ ἱππότης, Α επικ. τ. ίππότα, θηλ. ἱππότις, -ιδος)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τιμηθεί με το παράσημο κάποιου τάγματος («ιππότης τού Σωτήρος»)
2. άνθρωπος ευγενικός, έντιμος και αξιοπρεπής
νεοελλ.-μσν.
(κατά τον μεσαίωνα) ευγενής, ευπατρίδης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που οδηγεί ή ιππεύει άλογα, έμπειρος τής ιππευτικής, ιππέας («οἵ τε ἱππόται καὶ οἱ τὰς λόγχας κάτω τράποντες», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. ιππικός («ἱππότης στρατός» — το ιππικό, Πλούτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος. Η αρχική σημασία τής λ. ἱππότης ήταν «οδηγός άρματος» ή «αυτός που αφορά στους ίππους». Με τη σημασία «ευγενής, μέλος τάγματος ευγενών» η λ. πρέπει να είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. chevalier < λατ. caballarius].
————————
(II)
η (Α ἱππότης, -ητος) [ίππος]
(φιλοσ.) γενική έννοια που προσδιορίζει την ίππεια φύση και περιέχει τα βασικά και σταθερά γνωρίσματα τού ίππου ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες τού ενός ή τού άλλου συγκεκριμένου ίππου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἱππότης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππότης — driver masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππότης — ο 1. τιμητικός τίτλος που αποκτούσαν οι ευγενείς στο μεσαίωνα έπειτα από κατάλληλη αγωγή. 2. αυτός που τιμήθηκε με ειδικό παράσημο: Ιππότης του Σωτήρος. 3. τιμητικός τίτλος που δίνεται από το βασιλιά του Hνωμένου Bασιλείου σε άτομα που έχουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱππότα — ἱππότης driver masc nom sg (epic) ἱππότᾱ , ἱππότης driver masc nom/voc/acc dual ἱππότης driver masc voc sg ἱππότᾱ , ἱππότης driver masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππόται — ἱππότης driver masc nom/voc pl ἱππότᾱͅ , ἱππότης driver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἵπποτα — Ἱππότης masc voc sg Ἱππότης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποτᾶν — Ἱππότης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτᾶν — ἱππότης driver masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποτῶν — Ἱππότης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτῶν — ἱππότης driver masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”